κανόνισις

κανόνισις
κανόνισις, ἡ (Μ) [κανονίζω]
η επιβολή «κανόνος», πνευματικής ποινής από τον πνευματικό στον εξομολογούμενο για την άφεση σοβαρών παραπτωμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”